- ἅπτουσιν
- ἅπτωfastenpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)ἅπτωfastenpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κηρίων — κηρίων, ωνος, ό [κηρίον] 1. κέρινη λαμπάδα («πέντε λαμπάδας ἅπτουσιν ἐν τοῑς γάμοις, ἃς κηριῶνας ὀνομάζουσιν», Πλούτ.). 2. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) μάστιγα, μαστίγιο … Dictionary of Greek